- σέκο
- Γράφεται και σέκκο. Τεχνική ζωγραφική, γνωστή κυρίως ως ξηρογραφία, πάνω σε ειδικά προετοιμασμένο καιτελείως στεγνό επίχρισμα τοίχου. Το σ. είναι αντίθετο του φρέσκο (νωπογραφία), στο οποίο το επίχρισμα χρησιμοποιείται νωπό ακόμα. Στο γυμνό τοίχο στρώνεται ο σοβάς που αποτελείται από τρία μέρη χοντρής άμμου της θάλασσας και ένα μέρος σβησμένου ασβέστη, ανακατεμένου με άχυρα. Ακολουθεί επίχρισμα από δύο μέρη λεπτής άμμου και ένα ασβέστη και, τέλος, δεύτερο επίχρισμα από ένα μέρος άμμου και ένα ασβέστη. Πάνω στο επίχρισμα αυτό, αφού στεγνώσει καλά, γίνεται το ζωγράφισμα με νεροχρώματα διαλυμένα σε ζωική ή φυτική κόλλα ή χρώματα με κερί. Η τεχνική σ. είναι αρχαιότατη και χρησιμοποιήθηκε και στις φορητές εικόνες, με διαφορετική όμως προετοιμασία του υπόβαθρου, ως την εποχή που ανακαλύφτηκε η ελαιογραφία (15ος αιώνας).
Dictionary of Greek. 2013.